- αὐτοετεί
- αὐτοετείindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐτοέτει — αὐτοετής in masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αὐτοετής in masc/fem/neut dat sg αὐτοέτεϊ , αὐτοετής in dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοβοεί — αὐτοβοεί επίρρ. (Α) 1. με την πρώτη πολεμική κραυγή («αὐτοβοεὶ ἑλεῑν») 2. φρ. «αὐτοβοεὶ λαβεῑν κλέπτοντα» επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + βοή, με επιρρ. κατάλ. εί (πρβλ. αθεεί, ασπουδεί, αυτοετεί, αυτολεξεί κ.ά.)] … Dictionary of Greek